φιλοτεχνεῖ

φιλοτεχνεῖ
φιλοτεχνέω
love art
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
φιλοτεχνέω
love art
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδογράφος — ο ο ζωγράφος που φιλοτεχνεί κρητιδογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίδα + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — Το προκαταρκτικό σχέδιο. Oνομάζεται και προσχεδίασμα. Π. γίνονται συνήθως για συμβάσεις, νόμους, οδοποιητικά έργα κλπ. Στη ζωγραφική π. είναι το αρχικό σχέδιο του καλλιτέχνη με βάση το οποίο φιλοτεχνεί αργότερα κάποιο πίνακα. Π. χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …   Dictionary of Greek

  • σκιτσογράφος — ο, η, Ν καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί σκίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίτσο + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • χαράκτης — ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν [χαράσσω] νεοελλ. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής αρχ. κόπτης… …   Dictionary of Greek

  • χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αγελάδας — (6ος 5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από το Άργος, κυρίως χαλκοπλάστης. Έργα του δεν έχουν σωθεί, η σπουδαιότητά του όμως προκύπτει από μαρτυρίες και από την παράδοση, κατά την οποία υπήρξε δάσκαλος των τριών μεγάλων γλυπτών του 5ου αι.: Φειδία, Μύρωνα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”